μεσοτοιχία

μεσοτοιχία
η
ο κοινός τοίχος που χωρίζει δύο κτίσματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσοτοιχία — η [μεσότοιχος] 1. κοινός τοίχος που χωρίζει δύο οικοδομήματα ή δύο οικόπεδα 2. (νομ.) το δικαίωμα να έχει κάποιος κοινό τοίχο με έναν γειτονικό ιδιοκτήτη 3. αποζημίωση που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη για τη χρήση τής μεσοτοιχίας από κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ …   Dictionary of Greek

  • ομότοιχος — η, ο (Α ὁμότοιχος, ον) 1. αυτός που χωρίζεται από άλλον με μεσοτοιχία, με κοινό τοίχο, γειτονικός 2. (για κτήρια) αυτός που βρίσκεται παραπλεύρως, ο συνεχόμενος νεοελλ. φρ. «ομότοιχος ναύτης» ναύτης που ανήκει στην ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”